- καρωτικός
- καρωτικόςstupefyingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρωτικός — ή, ό (Α καρωτικός, ή, όν) [καρώ (II)] αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός … Dictionary of Greek
καρωτικά — καρωτικός stupefying neut nom/voc/acc pl καρωτικά̱ , καρωτικός stupefying fem nom/voc/acc dual καρωτικά̱ , καρωτικός stupefying fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτικῶν — καρωτικός stupefying fem gen pl καρωτικός stupefying masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτικόν — καρωτικός stupefying masc acc sg καρωτικός stupefying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτικαί — καρωτικός stupefying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτικοῖς — καρωτικός stupefying masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτικοί — καρωτικός stupefying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτικοῦ — καρωτικός stupefying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτική — καρωτικός stupefying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρωτικήν — καρωτικός stupefying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)